ροδόεις

ροδόεις
-εσσα, -εν, Α
1. φτειαγμένος με ρόδα ή από ρόδα («ῥοδόεντι δὲ χρῑεν ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που μοιάζει με ρόδο ή που θυμίζει ρόδο («ῥοδόεσσα χάρις», Ανθ. Παλ.)
3. αυτός που περιβάλλεται από ρόδα («ἐπὶ ῥοδόεντι Λυκόρμᾳ», Βακχ.)
4. εκείνος που έχει ρόδινο χρώμα («εἴρια ῥοδόεντα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. -όεις*. Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή wodowe = ῥοδόεν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ῥοδόεις — of roses masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδόεν — ῥοδόεις of roses masc voc sg ῥοδόεις of roses neut nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδόεντα — ῥοδόεις of roses neut nom/voc/acc pl ῥοδόεις of roses masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδοεσσῶν — ῥοδόεις of roses fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδοέσσης — ῥοδόεις of roses fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδόεντι — ῥοδόεις of roses masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδόεντος — ῥοδόεις of roses masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδόεσσα — ῥοδόεις of roses fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδόεσσαν — ῥοδόεις of roses fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥοδόεντ' — ῥοδόεντα , ῥοδόεις of roses neut nom/voc/acc pl ῥοδόεντα , ῥοδόεις of roses masc acc sg ῥοδόεντι , ῥοδόεις of roses masc/neut dat sg ῥοδόεντε , ῥοδόεις of roses masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”